Τι κι αν έχουν περάσει, κιόλας, 43 χρόνια από τον πρόωρο χαμό του Νίκου Ξυλούρη; Τα τραγούδια του δεν έχουν πάψει στιγμή να ακούγονται, να περνάνε από γενιά σε γενιά, να μας συντροφεύουν στις αναζητήσεις και τους αγώνες μας... Ο «Αρχάγγελος της Κρήτης» εξακολουθεί να φουντώνει και να θεριεύει στην καρδιά και τη συνείδηση του λαού μας. Με τη βαθιά και απέριττη ερμηνεία του σφράγισε κάποιες από τις πιο δυνατές στιγμές του ελληνικού τραγουδιού. Ευτύχησε να συνεργαστεί με σπουδαίους συνθέτες, όπως τον Γ. Μαρκόπουλο, τον Στ. Ξαρχάκο, τον Χρ. Λεοντή, τον Χρ. Χάλαρη, τον Η. Ανδριόπουλο, τον Λ. Κόκοτο. Ενώ στον ίδιο αναλογεί και ένα μεγάλο μερίδιο της ανάδειξης της κρητικής παραδοσιακής μουσικής.
Ο Ξυλούρης παρά τη μεγάλη επιτυχία που γνώρισε δεν σταμάτησε να πατά στέρεα στη γη. Ανθρωπος ανιδιοτελής, περήφανος και με σπάνιο ήθος, στάθηκε πάντοτε πάνω από μικρότητες και συμβιβασμούς. Οταν τον ρώτησαν σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις που είχε δώσει, το 1975, τι ήταν αυτό που θα ήθελε να κάνει, η απάντησή του ήταν αφοπλιστική, ξεκάθαρο δείγμα και της στάσης του ως ανθρώπου και ως καλλιτέχνη. «Να τραγουδάω πάντα καλά τραγούδια... Να πηγαίνω στην Κρήτη, στο χωριό μου, τον Ψηλορείτη και να σμίγω εκεί πέρα τους φίλους μου, τους εδικούς μου και να ξανάρχομαι εδώ να τραγουδάω...».
Γεννήθηκε το 1936, στα Ανώγεια, από οικογένεια με βαθιά μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες. Ηταν παιδάκι όταν οι Γερμανοί κατακτητές έκαψαν το χωριό και μεταφέρθηκε μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου, όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης.
Εφηβος ακόμα, έπεισε τον πατέρα του να του αγοράσει την πρώτη του λύρα και γρήγορα άρχισε να παίζει σε γάμους και πανηγύρια. «Ηταν πολύ ωραία εκείνα τα χρόνια. Αισθανόμουν ελεύθερος...», είχε αναφέρει, προσθέτοντας ότι μπορεί να τραγουδούσε και για 10 μερόνυχτα, όσο δηλαδή κρατούσαν οι εορτασμοί ενός γάμου.
Πρώτος σημαντικός σταθμός της ζωής και της πορείας του υπήρξε, στα 17 του χρόνια, το Ηράκλειο, πιάνοντας δουλειά σε νυχτερινό κέντρο. Το 1969 τραγουδά την περίφημη «Ανυφαντού», που η απήχησή της σπάει τα στενά όρια της παραδοσιακής δισκογραφίας. Τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο «Κονάκι», και τον Σεπτέμβρη εγκαθίσταται μόνιμα στην πρωτεύουσα. Ο πρώτος μεγάλος του δίσκος έχει τίτλο: «Ψαρρονίκος - Κρητικά Τραγούδια» και περιλαμβάνει προσωπικές του επιτυχίες από 45άρια και ηχογραφήσεις του σε παραδοσιακά κομμάτια της Κρήτης.
Στη συνέχεια, στον δρόμο του συναντά τον Γ. Μαρκόπουλο. Τότε, ο Μαρκόπουλος εργαζόταν πάνω στο «Χρονικό», επιλέγοντας δύο τραγουδιστικούς άξονες που θα συνέθεταν τη δομή του δίσκου. «Ο ένας με τη μορφή της νεο-μπαλάντας που θα αντιπροσώπευε το μουσικό ήθος των μεγαλουπόλεων και θα ερμήνευε η Μαρία Δημητριάδη, και ο άλλος - που αναζητούσε τραγουδιστή - με την πολυμορφία που είχαν τροφοδοτήσει στο μυαλό και στην ψυχή μου τα βιώματα από τον "τρόπο ζωής" της περιφέρειας. Ενορχηστρωτικά, ο συνδυασμός των οργάνων της συμφωνικής ορχήστρας μ' εκείνα της ελληνικής απέδωσε τα ηχοχρώματα που αναζητούσα (...)». Την αντρική φωνή που θα αντιπροσώπευε τη ζωή της περιφέρειας τη βρήκε στον Νίκο Ξυλούρη.
Η συνεργασία τους συνεχίζεται με τα «Ριζίτικα», την «Ιθαγένεια», τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» κ.ά. Καρπός της συνεργασίας τους είναι μερικά μόνο από τα πιο σπουδαία της ελληνικής δισκογραφίας όπως, «1944», «Γεννήθηκα», «Χίλια μύρια κύματα», «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί», «Κόσμε χρυσέ», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου» κ.ά.
Η φωνή του Ξυλούρη συνδέθηκε, όσο λίγες, και με την αντίσταση του λαού μας ενάντια στη χούντα. Το 1973 συμμετέχει ερμηνεύοντας επί σκηνής τα τραγούδια στην παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο», ένα πανόραμα της ελληνικής Ιστορίας από τα αρχαία χρόνια μέχρι και την Κατοχή. Τα θεατρικά μέρη και τους στίχους έγραψε ο Καμπανέλλης, τη μουσική ο Ξαρχάκος. Η θεατρική απόδοση της σκηνής του Καραγκιόζη διδάχθηκε από τον Ευγένιο Σπαθάρη, ο οποίος διακόσμησε και τον χώρο της εισόδου. Τους βασικούς ρόλους ερμήνευσαν οι Καζάκος, Καρέζη, Παπαγιαννόπουλος, Περλέγκας, Καλαβρούζος.
Το «Μεγάλο μας Τσίρκο» εξελίσσεται σε κορυφαίο καλλιτεχνικό γεγονός αντιδικτατορικής πάλης, ενώ ο Ξυλούρης στις μέρες του Πολυτεχνείου συμπαραστέκεται στους φοιτητές τραγουδώντας και μένοντας κοντά τους. Το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» με το εύγλωττο μήνυμά του γίνεται σύνθημα του αγώνα τους. Οι συναυλίες, οι δίσκοι του, οι ραδιοφωνικές και οι τηλεοπτικές εκπομπές του απαγορεύονται...
Και τα επόμενα χρόνια συνεχίζει να δημιουργεί χαρίζοντας τη φωνή του σε σπουδαία τραγούδια. Το 1974 κυκλοφορεί η «Συλλογή», με παλαιότερα και καινούρια τραγούδια του Ξαρχάκου, στον οποίο περιλαμβάνονται «Πώς να σωπάσω», «Αυτόν τον κόσμο τον καλό», «Γεια σου χαρά σου Βενετιά», «Παλικάρι στα Σφακιά», «Ητανε μια φορά» (στίχοι K. Φέρρη).
Το 1975 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Καπνισμένο Τσουκάλι» σε μουσική Χρήστου Λεοντή και ποίηση Γιάννη Ρίτσου. «Αυτά τα κόκκινα σημάδια», «Και να αδερφέ μου», «Τούτες τις μέρες» είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια που περιλαμβάνονται στον δίσκο. Χαρακτηριστικά είναι όσα θυμάται και έχει καταγράψει ο Χρ. Λεοντής στο βιβλίο «Νίκος Ξυλούρης, "...τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο"», (εκδ. «Μετρονόμος», 2010). «Παίζαμε μαζί με τον Ξυλούρη στο Σπόρτινγκ και ο κόσμος ήταν πολύς. Οι εκδηλώσεις όταν ακουγόταν το "Καπνισμένο τσουκάλι" απερίγραπτες. Ειδικά όταν ακούστηκαν οι στίχοι από το "Αυτοί που περιμένουν": "Είναι οι φτωχοί, οι δικοί μας δυνατοί / είναι οι ξωμάχοι κι οι προλετάριοι" οι φωνές σκέπασαν τα ηχητικά εφέ. Ο Ξυλούρης στο διάλειμμα ήρθε και με βρήκε και μου είπε: "Μα ήντα θα πει μωρέ «προλετάριοι»;" Εγώ του εξήγησα σύντομα. Και τότε μου απάντησε: "Εδά θα δεις, στο δεύτερο μέρος". Πράγματι βγήκε στον κόσμο και καθώς τραγουδούσε κάποια στιγμή γονάτισε. Φυσικά όλος ο κόσμος ξεσηκώθηκε».
Συνεργάστηκε ακόμα με τον Χρ. Χάλαρη στους δίσκους «Τροπικός Της Παρθένου» και «Ακολουθία», «Ερωτόκριτος», με τον Ηλ. Ανδριόπουλο στον «Κύκλο Σεφέρη» και τον Λ. Κόκοτο στα «Αντιπολεμικά» κ.ά.
Μετά τον θάνατό του κυκλοφόρησε το «Σάλπισμα» του Λ. Θάνου, όπου ο Ξυλούρης ερμηνεύει Βάρναλη, Καρυωτάκη, κ.ά. Η «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» θα ξεχωρίσει με το δυνατό και προφητικό της μήνυμα.