Ο Σιδηρόπουλος, ο Άσιμος και η Γώγου δεν συνεργάστηκαν ποτέ επαγγελματικά. Ο Ανδρέας Ταρνανάς ισχυρίστηκε ότι «συναντήθηκαν» στο τραγούδι «Ράγκα-Παράγκα», σε μια κατάληψη των Εξαρχείων, αλλά δέχτηκε έντονες αμφισβητήσεις γι' αυτό. Ισως η φιλολογία που τους συνέδεσε να ξεκίνησε από την πρόταση της Κατερίνας Γώγου: «Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Ασιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζήσασα, εγώ». Δεν τους δολοφόνησαν όμως. Ούτε αυτοκτόνησαν κι οι τρεις, όπως ισχυρίζονται κάποιοι.
Κοινό τους στοιχείο ήταν η βαθιά ευαισθησία του χαρακτήρα τους, που είχε ευθεία αντανάκλαση και στο έργο τους. Η σαπίλα του συστήματος τους οδηγούσε να εκφράζουν την αποστροφή τους γι' αυτό, όμως ο μοναχικός δρόμος που διάλεξαν να το αντιπαλέψουν, τους οδήγησε σε αδιέξοδα. Είχαν μια δύσκολη ζωή κι έφυγαν όλοι νωρίς, με μια πίκρα... Ήταν «παιδιά» της κρίσης ενός συστήματος που τους έβγαλε στο περιθώριο.
Καθένας τους όμως ήταν κάτι ξεχωριστό...
Ο Παύλος γεννήθηκε το 1948 στην Αθήνα. Ο πατέρας του ήταν αστός και διατηρούσε μια βιοτεχνία, η μητέρα του καταγόταν από τη διανοούμενη οικογένεια των Αλεξίου της Κρήτης, ανιψιά της Ελλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη και εγγονή του Ζορμπά. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αθήνα, έμενε στα Πατήσια και τελειώνοντας το σχολείο πέρασε στο Μαθηματικό της Θεσσαλονίκης. Και κάπου εκεί ξεκινάει η πορεία του στα μουσικά πράγματα, όταν με τον Παντελή Δεληγιαννίδη φτιάχνει το συγκρότημα «Δάμων και Φιντίας».
«Και κοιμούνται και ξυπνάνε
μας χτυπάνε όπου βρουν
μηχανές που περπατάνε
που δεν ξέρουν να ζουν»...
Τη δεκαετία του '70 γυρνάει στην Αθήνα, παίρνει μαθήματα μουσικής και από το '74 συνεργάζεται με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, τραγουδώντας στον «Θεσσαλικό κύκλο» κ.ά. και σε ζωντανές εμφανίσεις. Παράλληλα, γράφει στίχους. Τον δρόμο της ροκ, που τον είχε μέσα του, ξεκινά να τον ακολουθεί απαρέγκλιτα από το '77, που φτιάχνει το συγκρότημα «Σπυριδούλα». Κι εκεί έρχονται οι πρώτες μεγάλες και διαχρονικές επιτυχίες «Ο Μπάμπης ο φλου», «Η ώρα του stuff», «Εν κατακλείδι», «Στην Κ.».
«Πες μας τι θα γίνει αν κάποτε αγγίξεις το κορμί σου
και το 'βρεις τσακισμένο απ' τις πληγές
και γύρω σου κούκλες χλωμές ανίκανες να ακούσουν τη φωνή σου
κι οι αλήθειες σου να σέρνονται στο πάτωμα γυμνές».
Ακολούθησε μία περίοδος συμμετοχής του σε βραχύβια ροκ συγκροτήματα, με επιτυχημένες live εμφανίσεις, ενώ το 1979 πρωταγωνίστησε στην ταινία του Ανδρέα Θωμοπούλου «Ο ασυμβίβαστος».
Το 1982 έφτιαξε το συγκρότημα «Απροσάρμοστοι». Ηδη όμως είναι χρήστης ηρωίνης και από τους πρώτους που το παραδέχτηκαν δημόσια...
«Του εγώ μου φίλε τα όσα στεγανά
διαλύθηκαν σε κάποια μαύρη φλέβα»...
Το 1984 οι «Απροσάρμοστοι» κυκλοφορούν τον δίσκο «Zorba the Freak», που περιέχει κι άλλα δημοφιλή τραγούδια που έγραψε και ερμήνευσε ο Παύλος, όπως τα: «R'N'R στο κρεβάτι», «Αντε και καλή τύχη μάγκες» κ.ά. Το τελευταίο εν ζωή άλμπουμ του «Χωρίς Μακιγιάζ» κυκλοφόρησε το 1989.
«Τη ζωή σου στην πασάρανε, αυτή 'ναι κι αν σ' αρέσει
Τυχαίο σπέρμα αισθάνεσαι, απρόσωπου γονιού
Γυναίκα μοιάζει ο θάνατος που σ' έχει προκαλέσει
κι έτσι τον κυνηγάς παντού».
Στις 6 Δεκέμβρη του 1990 πεθαίνει στα 41 του χρόνια από υπερβολική δόση ηρωίνης και γίνεται μύθος.
Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του περισσότερο στιχουργό παρά μουσικό, κι όμως ήταν τραγουδοποιός από τους κορυφαίους της ροκ, με γνώση και αγάπη για το ρεμπέτικο, την παραδοσιακή και κλασική μουσική. Ταυτόχρονα άνθρωπος με βαθιά καλλιέργεια και βαθιά ανθρωπιστής. Εγραφε συνεχώς ποιήματα, ημιτελή θεατρικά έργα καθώς και κείμενα με πολιτικές και φιλοσοφικές απόψεις. Το 2018 η αδερφή του Μελίνα κυκλοφόρησε βιβλίο με ανέκδοτα ποιήματά του, με τίτλο «Εχω μια θλίψη για τα μακρινά αριστουργήματα», όπου μεταξύ άλλων γράφει για το ΚΚΕ:
«Σαν φύλλο λίπασμα,
όπου σαν νέο λουλούδι πάνω του
πάλι θα βλαστήσει η αγάπη μας.
Ετσι κινείται η Ιστορία του ΚΚΕ
ψάχνοντας χώμα να ακουμπήσει το κορμί της.
Σαν φύλλο λίπασμα
για κάποιο νέο λουλούδι
κάποιου καινούριου αγώνα,
να στραφεί στον ήλιο η ματιά».
Πήγε για σπουδές στη Θεσσαλονίκη το 1967. Τα χρόνια της φοιτητικής του ζωής ασχολήθηκε ενεργά με το θέατρο, ενώ παράλληλα έγραφε τραγούδια και τραγουδούσε σε μπουάτ. Το 1973 κατεβαίνει στην Αθήνα, συνεχίζει να ασχολείται με το θέατρο και τελειώνει μια ιδιωτική σχολή Δραματικής Τέχνης. Τότε στην ταυτότητά του διαμορφώνει το επώνυμο Ασιμος και παράλληλα είναι απ' τους πρώτους που καταφέρνει να γράψει ότι είναι άθρησκος.
Γίνεται ένας κατεξοχήν καλλιτέχνης του δρόμου. Είναι από τους πρώτους που μπορούν να καταγραφούν στο είδος που σήμερα ονομάζουμε τραγουδοποιός, δηλαδή γράφει εξολοκλήρου τα τραγούδια του, στίχους και μουσική. Κατατάσσεται στο ροκ, ωστόσο έχει έντονες επιρροές απ' το ρεμπέτικο και την παραδοσιακή μουσική. Γράφει τραγούδια τα οποία δεν δισκογραφεί επίσημα, αλλά τα γράφει μόνος του σε κασέτες τις οποίες πουλάει κατά κύριο λόγο στα Εξάρχεια, όπου μένει, και σε άλλες περιοχές του κέντρου.
Το 1976 απέκτησε μία κόρη από τη σχέση του με την Λίλιαν Χαριτάκη. Για το νανούρισμα της κόρης του είχε γράψει το υπέροχο «Παπάκι»:
«Ισως να ξανάρθεις όταν θα έχω πια
όταν, θα έχω πια χαθεί
κι ή θα μ' έχουν θάψει ή θα έχω μα
ή θα έχω μαραθεί
Και ας μη σου καίγεται καρφί
Και ας συνήθισες και ας συνήθισες και εσύ».
Ο Ν. Ασιμος πάλευε με τους δαίμονές του «αποκομμένος απ' όλους κι απ' όλα, σε μαγεμένη τροχιά». Ηταν σίγουρα αντισυμβατικός χαρακτήρας, που δεν μπορούσε να κολλήσει πουθενά. Σε μια συνέντευξή του είχε δηλώσει ότι: «Οταν πήγαινα σε επαρχιακές πόλεις εκείνοι που με στηρίξανε κατά καιρούς ήτανε οι ΚΝίτες, και ας φαίνεται παράλογο για ορισμένους εδώ ξέμπαρκους αναρχικούς».
Η πρώτη του συμμετοχή στη δισκογραφία ήταν το 1974 με το single «Ρωμιός-Μηχανισμός» και ο μόνος δίσκος που έβγαλε εν ζωή ήταν το 1982 «Ο Ξαναπές».
«Με πείσανε να γίνω ρεβιζιονιστής
και να γυρίσω δίσκο
θα 'ρθει όμως καιρός που κι εσύ θε να πειστείς
πως έτσι δεν τη βρίσκω».
Τα σημάδια του κλονισμού στο νευρικό του σύστημα είχαν φανεί από νωρίς και νοσηλεύτηκε για μικρό διάστημα σε ψυχιατρεία. Αναζητούσε τους κροκανθρώπους, όπως είχε πει και στο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του.
«Μας εκτελούνε με σφαίρες ντουμ ντουμ
σφαίρες ντουμ ντουμ, σφαίρες ντουμ ντουμ
κι εμείς ξεπουλιώμαστε στο γιουσουρούμ
Ταρατατατζούμ για ένα κουστούμ».
Το 1987 κατηγορήθηκε για βιασμό και έναν χρόνο μετά αυτοκτόνησε στο κατάλυμά του στην Καλλιδρομίου.
«Και θα σου φτιάχνω τραγουδάκια
Με τα πιο όμορφα στιχάκια
Στο ρεφρέν
Για τον χαμένο μου αγώνα
Που τ' αστεράκια μείναν μόνα να τον κλαιν».
Γεννήθηκε το 1940 και από πέντε χρονών έπαιζε στο θέατρο σε θιάσους ως παιδί - θαύμα, αργότερα έκανε σπουδές στη σχολή του Τάκη Μουζενίδη και έπαιξε το ατίθασο κορίτσι σε ταινίες του κλασικού ελληνικού κινηματογράφου του '50 και του '60. Το 1967 παντρεύεται τον σκηνοθέτη Παύλο Τάσιο και κάνει μια κόρη, την Μυρτώ. Κάνει με τον άντρα της αξιόλογες ταινίες, αλλά φυτοζωούν. Το 1978 εκδίδει την ποιητική συλλογή «Τρία κλικ αριστερά», που κάνει εμπορική επιτυχία και δικαίως. Από εκεί και πέρα βρίσκει τον δρόμο της στην ποίηση. Η επόμενη συλλογή της είναι το «Ιδιώνυμο» το 1980, το «Ξύλινο παλτό» το 1982 κ.ά. Το 1980 κάνει θραύση με την ταινία «Παραγγελιά», σε σκηνοθεσία του άντρα της Παύλου Τάσιου, που αναφέρεται στα γεγονότα με τον Νίκο Κοεμτζή και είναι διανθισμένη με ποιήματά της που απαγγέλει η ίδια παίζοντας.
«Γι' αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε».
Η ποίησή της είναι βαθιά και μιλάει στο «σήμερα». Ζει στα Εξάρχεια και κάνει την απογοήτευσή της τραγούδι. Μπλέκεται με αναρχοαυτόνομες ομάδες και βγάζει αφίσα που γίνεται (με τα σημερινά δεδομένα) viral, με σύνθημα «Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη». Προσπαθεί να σώσει την κόρη της που έχει μπλέξει με τις ουσίες, αλλά μπλέκεται και η ίδια. Πεθαίνει το 1993, από ένα κοκτέιλ χαπιών και αλκοόλ.
«Είμαι ελεύθερη ελεύθερη ελεύθερη
κι όταν έρθει καιρός
που θα κρέμεται στο τσιγγέλι
το πετσί μου σαν τομάρι
απ' τους κρατικούς εκδορείς και τη λογοκρισία
η φαντασία μου θα τρέχει... τρέχει... τρέχει
είμαι φευγάτη από τώρα τρέχει... τρέχει... τρέχει».
Η ποίησή της εκτιμήθηκε ακόμα περισσότερο μετά τον θάνατό της. Οι «Magic De Spell» μελοποίησαν το «Εμένα οι φίλοι μου» και είχαν σημειώσει γι' αυτό μιλώντας στον «Ριζοσπάστη»: «Εδώ έχουμε μια ιδιαίτερη περίπτωση, καθώς δεν είναι εύκολο να μελοποιήσεις στίχους της. Γράφει χωρίς περιορισμούς, χωρίς μέτρα και ομοιοκαταληξία, όμως με τρομακτική δύναμη κι ευαισθησία, μιλώντας για τους φίλους της, τα μαύρα πουλιά και τις φίλες της, που είναι σύρματα τεντωμένα. Ηχογραφήσαμε το κομμάτι όταν καταλήξαμε πως με τη μουσική μας δεν προσβάλλουμε το έργο της. Είμαστε ακόμα συγκλονισμένοι από την ενασχόλησή μας με αυτό». Ακολούθησαν κι άλλες μελοποιήσεις έργων της, ενώ πάντα η ακαταμάχητη ποίησή της είναι εδώ, να μας λέει:
«Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι να μη γίνω "ποιητής".
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
να αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω»...
Και να φωτίζει ότι:
«Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ' όλα αυτά Μαρία».